Παλαιοημερολογίτης — και Παλιοημερολογίτης, ο, θηλ. ισσα οπαδός μικρής μερίδας Ορθόδοξων χριστιανών που εμμένουν στην διατήρηση τού παλαιού εκκλησιαστικού ημερολογίου, δηλ. τού Ιουλιανού Ημερολογίου, και τελούν τις εορτές κατά τις αναγνωρισμένες από το ημερολόγιο… … Dictionary of Greek
αδωνιάζουσαι — ἀδωνιάζουσαι, αι (Α) αυτές που τελούν τα Αδώνια (επιγραφή του 15ου ειδυλλίου του Θεοκρίτου). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀδωνιάζω (= τελώ τα Αδώνια)] … Dictionary of Greek
δενδροφόρος — α, ο (AM δενδροφόρος, ον) (για τόπο) ο κατάλληλος για δενδροκαλλιέργεια 1. (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) δενδροφόρος (τόπος ή γη) γεμάτος δένδρα 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Δενδροφόροι αυτοί που τελούν τη δενδροφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + φόρος < … Dictionary of Greek
διαβατήριο — Δημόσιο έγγραφο –συνήθως με τη μορφή βιβλιαρίου– που επιτρέπει την έξοδο του κατόχου του από το εθνικό έδαφος και την είσοδό του σε χώρα του εξωτερικού. Οι χώρες διάβασης ή τελικού προορισμού δίνουν τη συγκατάθεσή τους με τη μορφή θεώρησης, που… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
επιμήνιος — α, ο (AM ἐπιμήνιος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, κάθε μήνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια η εμμηνορρυσία αρχ. 1. αυτός που κατέχει ένα αξίωμα για έναν μήνα 2. (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν μήνα 3. (το αρσ.… … Dictionary of Greek
θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… … Dictionary of Greek
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
ποινικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποινή, η οποία επιβάλλεται για κολάσιμη πράξη 2. (ειδικά) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αδικήματα για τα οποία επιβάλλονται ποινές από τα δικαστήρια 3. το αρσ. ως ουσ. ο ποινικός ο κρατούμενος στη … Dictionary of Greek
σκηνικός — ή, ό / σκηνικός, ή, όν, ΝΜΑ [σκηνή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή θεάτρου, θεατρικός («σκηνικό έργο» θεατρικό έργο, όπως είναι η τραγωδία και η κωμωδία) 2. φρ. «σκηνικοί αγώνες» (στην αρχαία Ρώμη) θεατρικές παραστάσεις συνδεδεμένες με … Dictionary of Greek